Λίγες μόνο ημέρες μετά τις ανακοινώσεις της NASA περί "εξωγήινου" βακτηρίου που ζει με βάση το αρσενικό, ένα ακόμα νέο είδος βακτηρίου, το Halomonas titanicae, ανακαλύφθηκε στη σκουριά από το κουφάρι του Τιτανικού.
Το Halomonas titanicae αποτελεί την τελευταία ανακάλυψη μιας σειράς βακτηρίων και μυκήτων που έχουν εντοπιστεί στο σκουριασμένο κουφάρι του Τιτανικού, τα οποία τρέφονται με τη σκουριά.
Η ύπαρξή του ανακοινώθηκε σε σχετική
δημοσίευση στην επιθεώρηση International Journal of Systematic and Evolutionary Microbiology.
Το νέο βακτήριο ανήκει στην οικογένεια των Halo-monas, που εν γένει «αγαπάει» το αλάτι, και η ανακάλυψή του θεωρείται σημαντική, καθώς η αποκωδικοποιήση του γενετικού του υλικού αναμένεται να βοηθήσει στην καλύτερη κατανόηση του βιολογικού μηχανισμού «ανακύκλωσης» του σκουριασμένου μετάλλου από τα είδη αυτά.
Οι επιστήμονες αρχικά απομόνωσαν το βακτήριο και εν συνεχεία ανέλυσαν το DNA του βακτηρίου, αποκαλύπτοντας ότι πρόκειται για ένα νέο, άγνωστο μέχρι σήμερα είδος.
Το Halomonas titanicae εντοπίστηκε από ερευνητές του Πανεπιστημίου Νταλχάουζι, του Επιστημονικού Κέντρου του Οντάριο και του Πανεπιστημίου της Σεβίλλης της Ισπανίας, σε δείγματα που είχαν ληφθεί από τον Τιτανικό το 1991.
Το Halomonas titanicae αποτελεί την τελευταία ανακάλυψη μιας σειράς βακτηρίων και μυκήτων που έχουν εντοπιστεί στο σκουριασμένο κουφάρι του Τιτανικού, τα οποία τρέφονται με τη σκουριά.
Η ύπαρξή του ανακοινώθηκε σε σχετική
δημοσίευση στην επιθεώρηση International Journal of Systematic and Evolutionary Microbiology.
Το νέο βακτήριο ανήκει στην οικογένεια των Halo-monas, που εν γένει «αγαπάει» το αλάτι, και η ανακάλυψή του θεωρείται σημαντική, καθώς η αποκωδικοποιήση του γενετικού του υλικού αναμένεται να βοηθήσει στην καλύτερη κατανόηση του βιολογικού μηχανισμού «ανακύκλωσης» του σκουριασμένου μετάλλου από τα είδη αυτά.
Οι επιστήμονες αρχικά απομόνωσαν το βακτήριο και εν συνεχεία ανέλυσαν το DNA του βακτηρίου, αποκαλύπτοντας ότι πρόκειται για ένα νέο, άγνωστο μέχρι σήμερα είδος.
Το Halomonas titanicae εντοπίστηκε από ερευνητές του Πανεπιστημίου Νταλχάουζι, του Επιστημονικού Κέντρου του Οντάριο και του Πανεπιστημίου της Σεβίλλης της Ισπανίας, σε δείγματα που είχαν ληφθεί από τον Τιτανικό το 1991.