Η στεφανιαία νόσος είναι η σοβαρότερη των...
καρδιαγγειακών νοσημάτων. Σύμφωνα με στοιχεία του ΠΟΥ (Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας) σχετικά με την Ελλάδα για το έτος 1998, η επικρατούσα ηλικία θανάτου από καρδιαγγειακή νόσο ήταν 69 – 72 ετών στους άνδρες και 74 – 78 ετών στις γυναίκες.
Το 2001 ήταν η αιτία για το 1/3 των θανάτων στον κόσμο. Εκτιμά όμως ότι το 2020 τα καρδιαγγειακά νοσήματα θα ευθύνονται για τον θάνατο σχεδόν 25 εκατομμύρια ατόμων στον κόσμο.
Η στεφανιαία νόσος μπορεί να προκαλέσει πλήθος διαφορετικών προβλημάτων, που οφείλονται στην ανεπαρκή παροχή οξυγόνου στον καρδιακό μύ. Οι στεφανιαίες αρτηρίες είναι τα μικρά αιμοφόρα αγγεία που παρέχουν στον καρδιακό μυ το οξυγόνο και τα θρεπτικά συστατικά που χρειάζεται για να λειτουργεί σωστά και να παραμένει υγιής. Η στεφανιαία νόσος αναπτύσσεται σταδιακά, στη διάρκεια πολλών ετών και περιλαμβάνει όλες εκείνες τις κλινικές καταστάσεις (αρρυθμίες, συγκοπή, στηθάγχη, έμφραγμα, καρδιακή ανεπάρκεια, αιφνίδιος θάνατος) που οφείλονται στην αρτηριοσκλήρυνση των στεφανιαίων αρτηριών.
Στην εμφάνιση στεφανιαίας νοσου, παίζει ρόλο ο τρόπος ζωής, καθώς και τα βιοχημικά και ατομικά χαρακτηριστκά, αφού επηρεάζουν άλλους βιολογικούς παράγοντες κινδύνου όπως τα επίπεδα των λιπιδίων, την αρτηριακή πίεση και το σωματικό βάρος. Αναλυτικότερα, μια δίαιτα πλούσια σε κορεσμένα λιπαρά, αυξημένες θερμίδες και συχνή κατανάλωση αλκοόλ προκαλεί τον κίνδυνο εμφάνισης στεφανιαίας νόσου, και κυρίως σε συνδυασμό με μειωμένη φυσική δραστηριότητα και με το κάπνισμα. Συνέπειες όλων αυτών είναι η αύξηση των επιπέδων ολικής και LDL (κακής) χοληστερόλης, τα χαμηλά επίπεδα HDL (καλής) χοληστερόλης, τον κίνδυνο αύξησης της αρτηριακής πίεσης, την υπεργλυκαιμία και την παχυσαρκία.
Στην εμφάνιση στεφανιαίας νοσου, παίζει ρόλο ο τρόπος ζωής, καθώς και τα βιοχημικά και ατομικά χαρακτηριστκά, αφού επηρεάζουν άλλους βιολογικούς παράγοντες κινδύνου όπως τα επίπεδα των λιπιδίων, την αρτηριακή πίεση και το σωματικό βάρος
Τα μονοακόρεστα λιπαρά οξέα έχει αποδειχθεί ότι μειώνουν παράγοντες κινδύνου εμφάνισης της στεφανιαίας νόσου αλλά και την επανεμφάνισή της. Πιο συγκεκριμένα, τα μονοακόρεστα λιπαρά οξέα, που ως κύρια πηγή έχουν το ελαιόλαδο, βελτιώνουν τα επίπεδα λιπιδίων στην κυκλοφορία του αίματος και μειώνουν τόσο την επιδεκτικότητα των LDL στην οξείδωση όσο και την ινσουλινοαντίσταση.
Με τα παραπάνω επιχειρήματα γίνεται εύκολα αντιληπτό ότι τα μονοακόρεστα αποτελούν τα υγιεινά λιπαρά οξέα, σε αντίθεση με τα κορεσμένα. Για το λόγο αυτό είναι σημαντικό να περιορίζουμε την πρόσληψη κορεσμένων λιπαρών, αντικαθιστώντας τα με μονοακόρεστα.
Λαμβάνοντας υπόψιν τα παραπάνω συνεχώς η βιομηχανία τροφίμων προσπαθεί να μειώσει τα κορεσμένα λιπαρά (light προϊόντα) ή και να τα αντικαταστήσει με ελαιόλαδο. Χαρακτηριστικό και αξιόλογο παράδειγμα αποτελούν τα αλλαντικά με ελαιόλαδο, τα οποία ανατρέπουν τα διατροφικά δεδομένα, καθώς η αντικατάσταση τους ζωικού λίπους με ελαιόλαδο ευθυγραμμίζεται με τις κατευθυντήριες οδηγίες εγκύρων διεθνών φορέων υγείας, όπως, ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγειάς, ο οποίος συνιστά τον έλεγχο της κατανάλωσης λίπους (<30% της συνολικής ενεργειακής πρόσληψης) καθώς και την αντικατάσταση των περισσοτέρων κορεσμένων λιπαρών με ακόρεστα φυτικά έλαια. Ταυτόχρονα, είναι τα μόνα αλλαντικά τα οποία φέρουν πιστοποίηση του εγκυροτέρου παγκοσμίου καρδιολογικού οργανισμού και έχουν την αποδοχή και την υποστήριξη της ιατρικής κοινότητας.
Στη διατροφική πρόληψη και αντιμετώπιση της στεφανιαίας νόσου είναι σημαντική και η επαρκής κατανάλωση των πολυακόρεστων λιπαρών οξέων. Τα ω-6 πολυακόρεστα λιπαρά οξέα, που ως κύριες πηγές έχουν τους καρπούς, τα έλαια φυτικής προέλευσης και τις μαλακές μαργαρίνες έχουν ισχυρές υποχοληστερολαιμικές δράσεις και βελτιώνουν την ινσουλινοαντίσταση. Επιπλέον τα ω-3 λιπαρά οξέα, που ως κύριες πηγές έχουν τα ψάρια και τα ιχθυέλαια, μειώνουν τα επίπεδα των τριγλυκεριδίων, βελτιώνουν την ινσουλινοαντίσταση και έχουν ισχυρές αντιφλεγμονώδεις δράσεις. Σημαντικό ρόλο παίζει και ο λόγος ω-6:ω-3 στη διατροφή και παρόλο που δεν υπάρχουν επίσημες συστάσεις, έρευνες δείχνουν ότι θα μπορούσε να κυμαίνεται στο 4:1. Προς την ίδια κατεύθυνση 2-2,5 γρ. φυτικών στερολών στη διαιτητική αγωγή μειώνουν την LDL χοληστερόλη κατά 10-12%. Αυτές περιέχονται σε μαργαρίνη, γάλα και γιαούρτι. Η κατανάλωση τριών μερίδων από οποιοδήποτε από τα προϊόντα αυτά, «εφοδιάζουν» τον οργανισμό με την απαραίτητη ποσότητα φυτικών στερολών για αποτελεσματική μείωση της LDL χοληστερόλης.
Γενικότερα, το πρότυπο διατροφής που πρέπει να ακολουθήσουμε για την πρόληψη αλλά και την αντιμετώπιση της στεφανιαίας νόσου, είναι αυτό της μεσογειακής διατροφής. Τα κύρια χαρακτηριστικά της ελληνικής εκδοχής της Μεσογειακής δίαιτας είναι:
• Υψηλή κατανάλωση ελαιολάδου
• Μέτρια κατανάλωση αλκοόλ με τη μορφή κόκκινου κρασιού
• Υψηλή κατανάλωση οσπρίων
• Υψηλή κατανάλωση δημητριακών ολικής αλέσεως
• Υψηλή κατανάλωση φρούτων
• Υψηλή κατανάλωση λαχανικών
• Μικρή κατανάλωση κρέατος
• Μέτρια κατανάλωση πουλερικών
• Υψηλή κατανάλωση ψαριών
• Μέτρια κατανάλωση γάλακτος και γαλακτοκομικών
Η Μεσογειακή δίαιτα είναι πλούσια σε θρεπτικά συστατικά όπως τα μονοακόρεστα λιπαρά οξέα, οι αντιοξειδωτικές βιταμίνες και τα φλαβονοειδή, οι φυτικές ίνες, και τα πολυακόρεστα λιπαρά οξέα, η πρόσληψη των οποίων περιορίζει τον κίνδυνο εμφάνισης στεφανιαίας νόσου. Συγχρόνως, η πρόσληψη κορεσμένων (κακών) λιπαρών οξέων μέσω της Μεσογειακής δίαιτας είναι περιορισμένη. Η συνολική πρόσληψη λίπος φτάνει έως και το 40% της συνολικά προσλαμβανόμενης ενέργειας, χωρίς όμως αυτό να αυξάνει τον κίνδυνο εμφάνισης στεφανιαίας νόσου. Τα γεγονός αυτό επιβεβαιώνει την άποψη ότι ο κίνδυνος για στεφανιαία νόσο σχετίζεται με το είδος και όχι τη συνολική ποσότητα λίπους.
* Κλινική Διαιτολόγος – Διατροφολόγος, BSc
http://www.skai.gr/